λούπινο

λούπινο
(Lupinus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει αρκετά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ασία. Χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά και ως ζωοτροφή, ενώ άλλα είναι κατάλληλα για τη διατροφή των ανθρώπων. Από τα περισσότερο καλλιεργούμενα είδη στην Ευρώπη είναι τα Lupinus albus και Lupinus luteus. Το πρώτο είναι μονοετές φυτό, ύψους περίπου 1 μ., με φυλλάρια που είναι ενωμένα ανά 5-7 στην κορυφή του μίσχου, χνουδωτά στην κάτω και λεία στην επάνω επιφάνεια. Τα λευκά, ψυχοειδή άνθη του είναι διατεταγμένα σε επάκριους βότρυς και οι καρποί του είναι πεπιεσμένοι χέδροπες με μεγάλα, λεία και πλατιά λευκορόδινα σπέρματα. Ο Lupinus luteus διαφέρει, γιατί έχει κίτρινα άνθη και μεγαλύτερο χνούδι στα φύλλα. Ο Lupinus albus καλλιεργείται κυρίως στη νότια Ευρώπη ως κτηνοτροφικό φυτό. Στην Ελλάδα καλλιεργείται στη Μεσσηνία και στη Λακωνία για χλωρή νομή ή ξερό σανό και κυρίως για τα σπέρματά του, τα οποία χορηγούνται στα ζώα (χοίρους, βόδια) αφού πρώτα εκπικρανθούν (ξεπικριστούν) σε νερό. Καλλιεργείται επίσης για χλωρή λίπανση. Είναι ασβεστόφοβο και ευπαθές στο κρύο· καταστρέφεται σε θερμοκρασία –4°C. Με διασταυρώσεις έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες χωρίς τη χαρακτηριστική πικρή ουσία (λουπινίνη), οι οποίες ονομάζονται γλυκολούπινα. Η καλλιέργεια τους είχε εισαχθεί προπολεμικά στην Ελλάδα, αλλά δεν ευδοκίμησε. Από το πλήθος των ειδών του γένους λ., δύο είδη, τα Lupinus polyphyllus και Lupinus arboreus, έχουν δώσει πολλά υβρίδια με εντυπωσιακές ταξιανθίες μεγάλης καλλωπιστικής αξίας. Ευδοκιμούν σε πλούσια και δροσερά εδάφη, που είναι φτωχά σε ασβέστη. Ανθίζουν από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο. άγριο λ. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται δύο φυτά της ίδιας οικογένειας με το λ., τα Lupinus angustifolius και Lupinus perennis. Το πρώτο είναι μονοετής πόα, ύψους 20 έως 50 εκ. Έχει φύλλα με 5-9 γραμμοειδή και επίπεδα φυλλάρια, λεία στην άνω επιφάνεια και χνουδωτά στην κάτω. Τα άνθη του έχουν βαθύ μπλε χρώμα και σχηματίζουν μακρύ βότρυ. Τα σπέρματά του είναι χοντρά και λευκοκαστανά. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα αλλά και χέρσα χωράφια (ακόμα και σε πετρώδη) σε όλα τα μέρη της Ελλάδας καθώς επίσης σε περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Το είδος αυτό καλλιεργείται και για κτηνοτροφή. Ο Lupinus perennis είναι πολυετής πόα, ύψους 10 έως 40 εκ., με απλωτές τρίχες. Έχει 7-11 ακτινοειδή μικρά φύλλα, που είναι τριχωτά και από τις δύο πλευρές. Τα άνθη του είναι μπλε, σπάνια άσπρα, σε μικρό βότρυ, διατεταγμένα σε σπόνδυλους· ο καρπός του είναι χέδροπας. Φυτρώνει σε βραχώδεις περιοχές των νησιών του Αιγαίου, στην Πορτογαλία, στην Κορσική και στην Ιταλία. Τα σπέρματά του χρησιμοποιούνται και ως υποκατάστατο του καφέ. Καρποί και σπέρματα του είδους λούπινου του λευκού, που καλλιεργείται κυρίως στη Λακωνία και στη Μεσσηνία ως κτηνοτροφικό φυτό. Ο λούπινος ο μεταλλάσσων, μία ποικιλία του γένους λούπινο. Ο λούπινος ο πολύφυλλος διακρίνεται για τις εντυπωσιακές ανθοταξίες του.
* * *
και λούμπινο και λουπίνι, το, και λούπινος και λούμπινος και λούπινας, ο
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή και περιλαμβάνει είδη, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, ορισμένα ως νομευτικά και άλλα ως χλωρό λίπασμα ή για τη δημιουργία χλωροταπήτων
2. ο καρπός τού φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lupino < λατ. lupinum, ουδ. τού lupinus, πιθ. < λόπιμον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λούπινο — το (λ. ιταλ.), είδος οσπρίου, το πικροκούκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λουπινάρι — και λουμπινάρι, το (Μ λουπινάριον) το φυτό λούπινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λούπινο + κατάλ. άρι(ον), κατά τα κριθάρι, σιτάρι] …   Dictionary of Greek

  • ελλοβόκαρπα ή λεγκουμινώδη ή χεδρωπά — Τάξη ή, κατά άλλους, οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών που περιλαμβάνει πολλές πόες, φρύγανα, θάμνους και δέντρα με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς τον όγκο, το χρώμα και το μέγεθος των ανθών κλπ., αλλά με κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα τον… …   Dictionary of Greek

  • Louvet (papillon) — Pour les articles homonymes, voir Louvet. Louvet …   Wikipédia en Français

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • θέρμιον — θέρμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. είδος νόσου, άφτρα αρχ. μικρό λούπινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θέρμος*] …   Dictionary of Greek

  • θέρμον — θέρμον, τὸ (ΑΜ) ο θέρμος, το λούπινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέρμος (I)] …   Dictionary of Greek

  • θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • θερμοκύαμος — θερμοκύαμος, ἡ (Α) είδος οσπρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»] …   Dictionary of Greek

  • θερμοπωλείον — θερμοπωλεῑον, τὸ (Α) κατάστημα στο οποίο πωλούνταν θέρμοι, λούπινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + πωλείον < πώλης < πωλώ (πρβλ. βιβλιο πωλείο[ν], παντο πωλείο[ν])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”